Ο δεσμός (attachment)
Η επιβίωσή μας ως άνθρωποι, σύμφωνα με τον John Bowlby, ψυχαναλυτή και ερευνητή, προσδιορίζεται και εξαρτάται από την ικανότητά μας να δημιουργούμε και να διατηρούμε συναισθηματικές σχέσεις με τους άλλους, ήδη από την αρχή της ζωής. Το ανθρώπινο βρέφος έρχεται στη ζωή όντας ακόμα ανώριμο ψυχικά και σωματικά και άρα απόλυτα εξαρτημένο από τον ενήλικα που θα αναλάβει την φροντίδα του. Η ποιότητα της πρωταρχικής σχέσης που θα δημιουργήσει το βρέφος με την μητέρα, που είναι συνήθως το πρόσωπο φροντίδας, παίζει καθοριστικό ρόλο και στην μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική, γνωστική και κοινωνική εξέλιξή του.
Γονεϊκά στυλ και είδος δεσμού
Η στάση του γονέα και ο τρόπος που θα σχετιστεί με το παιδί του θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το είδος του δεσμού που θα δημιουργηθεί. Όταν ο γονιός είναι σταθερά διαθέσιμος, πρακτικά και συναισθηματικά, και όταν διαθέτει αναστοχαστική ικανότητα, είναι δηλαδή σε θέση να αντιλαμβάνεται και να απαντά στις ψυχικές ανάγκες του παιδιού του, διαχωρίζοντάς τες από τις δικές του ανάγκες, τότε συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός «ασφαλούς δεσμού» του βρέφους μαζί του. Σε αυτή την περίπτωση το βρέφος αναπτύσσει εσωτερική ασφάλεια, αναμένει από τον γονιό να είναι παρών όταν χρειαστεί και μπορεί ανακουφίζεται σχετικά εύκολα όταν τον αποχωρίζεται. Αυτά τα βρέφη ως παιδιά, αλλά και ως ενήλικες, δείχνουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και τους άλλους, έχουν καλύτερη επίγνωση των συναισθημάτων τους, τα εκφράζουν με λειτουργικό τρόπο και αναπτύσσουν θετικές σχέσεις.
Όταν οι γονείς αδυνατούν να συντονιστούν συναισθηματικά με το παιδί τους, όταν έχουν υπερβολική ενασχόληση με τις δικές τους ανάγκες ή παρουσιάζουν ανακόλουθη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, τότε το παιδί αδυνατεί να αναπτύξει ανάλογο αίσθημα εσωτερικής ασφάλειας και είναι πιθανό να αναπτύξει έναν «ανασφαλή δεσμό». Τα παιδιά αυτά δεν μπορούν να αντιληφθούν και να ρυθμίσουν το ίδιο ικανοποιητικά τα συναισθήματά τους. Πολλές φορές μοιάζουν υπερβολικά αυτόνομα ή αντίθετα εξαρτημένα από τον γονιό, συχνά παρά την αγωνία που νιώθουν κρύβουν τα αρνητικά τους συναισθήματα και αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν.
Σε ακραίες περιπτώσεις, όπου η συμπεριφορά του γονιού μπορεί να είναι τραυματική για το βρέφος, εκείνο αποτυγχάνει να αναπτύξει έναν μηχανισμό για να αντιμετωπίζει τις τρομακτικές για εκείνο καταστάσεις. Το βρέφος μπορεί τελικά να μην αναπτύξει καν έναν ικανοποιητικό δεσμό με το γονιό, όπως παραπάνω, και ο δεσμός του να είναι «αποδιοργανωμένος». Τέτοια βρέφη δεν παρηγορούνται εύκολα ή αντίθετα φαίνονται «παγωμένα», αυτοτραυματίζονται ή έχουν αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Ως παιδιά αργότερα, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, αίσθημα απειλής και αβοηθησίας, είναι υπερκινητικά, επιθετικά, χειριστικά, δυσκολεύονται σημαντικά με τις κοινωνικές σχέσεις, ενώ αντιμετωπίζουν και γνωστικά ελλείμματα. Ως ενήλικες, συχνά αναπτύσσουν κλινικά συμπτώματα ή οργανωμένες διαταραχές.
Η εξέλιξη του δεσμού στη διάρκεια της ζωής
Οι δεσμοί και η συναισθηματική εξάρτηση σε ένα βαθμό διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, αλλά φυσιολογικά εξελίσσονται. Έτσι, σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Margaret Mahler, το βρέφος σταδιακά «διαφοροποιείται» από την μητέρα με την οποία μέχρι τότε αισθανόταν σαν μια ενιαία οντότητα και καθώς ωριμάζει ψυχοσυναισθηματικά και νευρολογικά αρχίζει να αυτονομείται και να εξερευνά τις ικανότητές του και το περιβάλλον. Κατά την εφηβεία το άτομο αποσύρει τη συναισθηματική επένδυση από το γονεϊκό δεσμό και την διοχετεύει στην ομάδα των συνομηλίκων. Στη συνέχεια καλείται να δημιουργήσει έναν πιο ενήλικο δεσμό με έναν ερωτικό σύντροφο, που θα του παρέχει μια ασφαλή βάση για να μπορέσει να εξελιχθεί. Αργότερα, όταν γίνει ο ίδιος γονιός, σύμφωνα με τον Winnicott, άγγλο παιδίατρο και ψυχαναλυτή, ξεκινά μια νέα ιστορία δεσμού γεμάτη νέες προκλήσεις. Ο νέος γονιός θα κληθεί με τη σειρά του να παρέχει το κατάλληλο συναισθηματικό «κράτημα» (“holding”) στο δικό του παιδί, να συντονιστεί μαζί του και τελικά να το διευκολύνει να αποδεσμευτεί ομαλά από εκείνον.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, το είδος του δεσμού σχετίζεται με το βαθμό ψυχικής υγείας του ατόμου. Ο ανασφαλής και ακόμα περισσότερο ο αποδιοργανωμένος δεσμός, μπορεί να είναι προάγγελος αναπτυξιακών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών διαταραχών κατά την παιδική ηλικία. Στην ενήλικη ζωή μπορεί να συνδέονται με ψυχιατρικά προβλήματα, όπως κατάθλιψη, αγοραφοβία και ψυχοπαθητικές διαταραχές.
Η έρευνα και η κλινική πράξη δείχνουν πως ο τύπος του δεσμού που δημιουργεί το βρέφος, όπως αυτός εξελίσσεται και εδραιώνεται κατά την παιδική ηλικία, μεταφέρεται στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο το άτομο σχετίζεται με τους άλλους. Εάν δεν υπάρξουν εμπειρίες που θα επηρεάσουν καθοριστικά προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, το άτομο αναπαράγει ασυνείδητα τον τρόπο που έχει μάθει να ερμηνεύει και να αντιδρά στα ερεθίσματα. Κατά τον Bowlby, το βρέφος, προκειμένου να προσαρμοστεί στο περιβάλλον και να διατηρήσει την σχέση με τον «Σημαντικό Άλλο», το βασικό ή τα βασικά πρόσωπα από τα οποία εξαρτάται και με τα οποία αλληλεπιδρά, εσωτερικεύει μια ιδέα για το πώς είναι οι σχέσεις και αυτό εξελίσσεται σε ένα ασυνείδητο «εσωτερικό λειτουργικό μοντέλο» σκέψης (“internal working model”), σε μια εσωτερική αναπαράσταση για τον τρόπο που σχετίζεται με τους άλλους, τα οποία διατηρούνται στο χρόνο. Για παράδειγμα, η κυρία Β. ως παιδί είχε νιώσει παραμελημένη από την μητέρα της, γεγονός που την γέμιζε θυμό και την έκανε να αναπτύξει εξάρτηση από εκείνη, καταλήγοντας να είναι ένα φοβικό παιδί. Με την γέννηση του δικού της παιδιού, όντας η ίδια ανασφαλής, ένιωθε ότι δεν κατάφερνε να παρέχει στο παιδί της την φροντίδα που θα ήθελε. Ως αποτέλεσμα αυτού, η μητέρα αναπαρήγαγε συναισθήματα θυμού και απογοήτευσης και ανέπτυξε φοβικά συμπτώματα.
Ο τύπος του δεσμού ως αιτιολογικός παράγοντας του άγχους αποχωρισμού
Το βρέφος όταν έχει δημιουργήσει έναν σχετικά ικανοποιητικό δεσμό με τον γονέα, επιθυμεί να κινείται, με τέτοιο τρόπο που να διατηρεί σχετική χωρική και βλεματική εγγύτητα μαζί του. Η απομάκρυνσή του από το πρόσωπο φροντίδας, φυσιολογικά δημιουργεί άγχος. Σε περιπτώσεις που το άγχος αποχωρισμού εμμένει μετά τον δεύτερο χρόνο και η φυσική ανησυχία εξελίσσεται σε σοβαρό άγχος στη νηπιακή ηλικία, τότε αυτό δημιουργεί προβληματισμούς. Η θεωρία δεσμού του Bowlby αποτελεί ένα πλαίσιο προκειμένου να κατανοήσουμε την αιτιολογία του άγχους αποχωρισμού. Έτσι, βρέφη και νήπια που έχουν δημιουργήσει έναν ασφαλή δεσμό, φαίνεται να μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τον αποχωρισμό. Τα βρέφη αυτά διατηρούν ένα αίσθημα εσωτερικής ασφάλειας που τους επιτρέπει να βρίσκουν τρόπους να παρηγορηθούν. Όταν όμως το παιδί έχει δημιουργήσει έναν ανασφαλή δεσμό, του λείπει η εμπιστοσύνη ότι το πρόσωπο προσκόλλησης θα είναι διαθέσιμο όταν χρειαστεί. Έτσι, είναι ευαίσθητο σε έντονο, χρόνιο και συχνά διαλυτικό φόβο.
Από την άλλη μεριά, για την κατανόηση του άγχους αποχωρισμού του παιδιού, χρειάζεται να εξετάσουμε και το ρόλο των γονέων. Αφενός, οι γονείς τείνουν να αναπαράγουν με τα παιδιά τους το είδος του δεσμού που είχαν συνάψει με τους δικούς τους γονείς. Αφετέρου, όπως έχει φανεί, το συναίσθημα και η στάση του γονιού επηρεάζουν καθοριστικά το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του παιδιού. Όταν μάλιστα οι ανάγκες του γονιού δεν είναι επαρκώς διαχωρισμένες από εκείνες του παιδιού, το τελευταίο συχνά εκφράζει ασυνείδητες σκέψεις και επιθυμίες του γονέα. Έτσι, συχνά πρόκειται για το άγχος αποχωρισμού του ίδιου του γονέα, λόγω δικών του εμπειριών, το οποίο προβάλλεται στο παιδί και στη συνέχεια εσωτερικεύεται και εκφράζεται από εκείνο. Με αυτό τον τρόπο, γονιός και παιδί διατηρούν την πολυπόθητη και για τους δύο εγγύτητα. Η κυρία Γ. μετά από μερικούς μήνες σε ψυχοθεραπεία διαπιστώνει: «Ήμουν και παραμένω ένα εξαρτημένο και ανασφαλές άτομο. Τώρα κάθε φορά που πρέπει να αφήσω το γιό μου δυσκολεύομαι και εκείνος κλαίει σπαρακτικά… μάλλον το έχω καλλιεργήσει εγώ στο παιδί μου αυτό…».
- Στο δεύτερο μέρος του άρθρου, θα αναπτυχθεί η διαδικασία με την οποία το άτομο διαφοροποιείται σταδιακά από τους γονείς, αναπτύσσοντας μια ξεχωριστή προσωπικότητα και πώς αυτό επηρεάζεται από το είδος του πρωταρχικού δεσμού. Θα εξεταστούν ο ρόλος των γονέων, οι δυσκολίες που ανακύπτουν από αυτή την διαδικασία, ο αντίκτυπός τους στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή και οι δυνατότητες για επανόρθωση.
Βιβλιογραφία
Holmes J. (1993). John Bowlby and Attachment Theory. London & New York
Horvathdallaire D. & Weinraub M. (2005). Predicting children’s separation anxiety at age 6: The contributions of infant–mother attachment security, maternal sensitivity, and maternal separation anxiety. Attachment & Human Development, 7(4): 393 – 408
Lapsley D. K. & Stey P. Separation-Individuation. In Weiner, I. & Craighead, E. (Eds.), Corsini’s Encyclopedia of Psychology. NY: Wiley
Mahler, M.S. & La Perriere, K. (1965). Mother- Child Interaction During Separation- Individuation. Psychoanalytic Quarterly, 34: 483-498
Music G. (2011). Nurturing Natures. NY: Psychology Press
Steele M. (2003). Attachment, actual experience and mental representation. In
Emotional Development in Psychoanalysis, Attachment Theory and Neuroscience. Psychology Press
Winnicott D. W. (2001). Από την παιδιατρική στην ψυχανάλυση. Αθήνα. Εκδόσεις Καστανιώτη