Στο πρώτο μέρος του άρθρου είδαμε πώς η ποιότητα του δεσμού που αναπτύσσει το παιδί με τον γονέα επηρεάζει την μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη και πώς ο ανασφαλής δεσμός παρεμποδίζει τον ομαλό αποχωρισμό του παιδιού από τον γονέα. Στη συνέχεια θα δούμε αναλυτικά με ποιο τρόπο γίνεται η σταδιακή αυτονόμηση του ατόμου και ποιοι παράγοντες ενδέχεται να λειτουργήσουν επιβαρυντικά ή διορθωτικά σε αυτή την διαδικασία.
Διαδικασία αποχωρισμού και εξατομίκευσης (Separation- Individuation Process)
Η διαδικασία του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης αποτελεί μια ενδοψυχική κατά βάση διαδικασία με καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και παραμένει ενεργή καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν κατά την βρεφική και πρώτη νηπιακή ηλικία, ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο αργότερα κατά την εφηβεία και την νεαρή ενήλικη ζωή. Την περίοδο αυτή τα θέματα του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης αναδύονται ξανά με μεγάλη ένταση και είναι κεντρικής σημασίας τόσο για το νεαρό άτομο όσο και τους γονείς του.
Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Margaret Mahler, η διαδικασία αυτή γίνεται σταδιακά. Το βρέφος όταν έρχεται στη ζωή, δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από τον άλλον. Για τους έξι πρώτους μήνες της ζωής το βρέφος διανύει μια φυσιολογική «συμβιωτική φάση», όπου εκείνο και η μητέρα του γίνονται αντιληπτοί σαν μια ενότητα και τα όρια Εαυτού- Άλλου απουσιάζουν. Είναι μέσα από την διαδικασία της διαφοροποίησης και της εξατομίκευσης που το βρέφος θα αρχίσει σταδιακά να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστό από την μητέρα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Καθώς το βρέφος ωριμάζει νευρολογικά και ψυχοσυναισθηματικά, μπαίνει στην φάση της «εξάσκησης» όπου αρχίζει να γίνεται πιο αυτόνομο και να εξερευνά τον κόσμο και τις ικανότητές του. Λίγο αργότερα, γύρω στα δύο χρόνια, στη φάση της «επαναπροσέγγισης», φαίνεται να παλινδρομεί λίγο και να αισθάνεται αμφιθυμία ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της αυτόνομης δράσης και την επιθυμία για εγγύτητα με την μητέρα. Η αμφιθυμία εκφράζεται με εκρήξεις θυμού, συναισθηματικές μεταπτώσεις και την ανάπτυξη ακραίων μηχανισμών άμυνας, όπως το να βλέπει την μητέρα ως απόλυτα κακή ή καλή ανάλογα με τον αν το ευχαριστεί ή όχι. Με τους μηχανισμούς αυτούς βασικά προσπαθεί να ελέγξει το άγχος και να αντιμετωπίσει τις ματαιώσεις που προκύπτουν από απαγορεύσεις, στέρηση, αλλαγές, εμπόδια κλπ. Αυτή είναι μια καθοριστική περίοδος για την ανάπτυξη και γίνεται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης στην εφηβεία. Τότε ο έφηβος επεξεργάζεται την εικόνα για τον εαυτό του, τις δυνάμεις και τις ικανότητές του, καθώς και την απόσταση που θα κρατήσει στη σχέση με τους γονείς του. Η αμφιθυμία, οι εκρήξεις, οι μεταπτώσεις της διάθεσης και οι ακραίες συμπεριφορές κάνουν ξανά την εμφάνισή τους.
Η διαφοροποίηση και η εξατομίκευση δεν σημαίνουν ρήξη των δεσμών με τους Σημαντικούς Άλλους, τους ανθρώπους δηλαδή που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ατόμου. Αντίθετα, το ζητούμενο είναι η εγκαθίδρυση μιας ισορροπίας, όπου το άτομο κρατά τους δεσμούς με τα αγαπημένα πρόσωπα, διατηρώντας ταυτόχρονα μια διαφοροποιημένη αίσθηση για τον εαυτό, έτσι ώστε να μπορεί να είναι ανεξάρτητο, αλλά όχι απομονωμένο.
Στην τελευταία φάση της διαδικασίας διαφοροποίησης- εξατομίκευσης, το μικρό παιδί καταφέρνει να αποκτήσει την «λιβιδινική μονιμότητα του αντικειμένου» (Hartman, 1952; Pine, 1974). Αυτό σημαίνει ότι αναπτύσσει την «ικανότητα να είναι μόνο» (Winnicot, 1958), να διατηρεί, δηλαδή, μια εσωτερική αναπαράσταση της μητέρας ανεξάρτητα από τη φυσική της παρουσία. Σημαίνει ακόμα, πως μπορεί να είναι σίγουρο για την αγάπη της ανεξάρτητα από τις στιγμιαίες ματαιώσεις ή ικανοποιήσεις που του δίνει η σχέση αυτή. Κανονικά αυτός ο τρόπος λειτουργίας αφορά και σε κάθε άλλη σημαντική σχέση που αναπτύσσει το άτομο στη ζωή του αργότερα.
Προβλήματα στην διαδικασία της διαφοροποίησης
Η επιτυχής ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του ατόμου. Διαταραχές στη διαδικασία του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης έχουν συνδεθεί με κλινικά συμπτώματα ή προβλήματα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, όπως οριακή ή ναρκισσιστική προσωπικότητα, άγχος, δυσπροσαρμοστικότητα στο σχολείο ή αργότερα στο πανεπιστήμιο και το χώρο εργασίας, ψυχαναγκασμούς, έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις και ανασφαλή δεσμό. Εάν το άτομο δεν καταφέρει να διαφοροποιηθεί επαρκώς από τον Άλλο, τότε αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε σοβαρή ψυχοπαθολογία. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε ψύχωση. Τότε, τα διαχωριστικά όρια μεταξύ Εαυτού- Άλλου συσκοτίζονται, το άτομο μπορεί να νιώθει ότι χάνει ή ότι δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, νιώθει πανικό, συγχέει τον εαυτό του με τον Άλλο ή υιοθετεί ως άμυνα έναν «ψευδή εαυτό», προκειμένου να ικανοποιήσει τους άλλους.
Στην περίπτωση που το άτομο πράγματι καταφέρει να διαφοροποιηθεί και να βιώσει τον εαυτό του ως ξεχωριστή και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αλλά αυτή την διαδικασία συνοδευτεί από προβλήματα, τότε ο βασικός φόβος που γεννιέται αφορά στην απώλεια του Άλλου. Αυτό εκφράζεται με μικρή ανοχή στην μοναξιά και την ματαίωση, έντονη ανάγκη για έλεγχο, καταθλιπτικά συναισθήματα, ενδοψυχικές συγκρούσεις και δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις.
«Πολλές φορές δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που λέω ή νιώθω είναι η δικό μου ή επηρεάζομαι τόσο πολύ από τους άλλους… δεν θέλω να κάνω σχεδόν τίποτα μόνη και νιώθω πως ο κόσμος είναι πολύ κακός μαζί μου…», αναφέρει η Κατερίνα 23 χρόνων.
Ο αποχωρισμός στην εφηβεία και την νεαρή ενήλικη ζωή και ο ρόλος των γονέων
Στην εφηβεία το άτομο αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται, αποσύρει την επένδυση από το γονεϊκό δεσμό, αυτονομείται και αναπτύσσει δεσμούς με συνομηλίκους. Η ενηλικίωση είναι επίσης μια κρίσιμη φάση που φέρνει αλλαγές, καθώς ο νεαρός ενήλικας μπορεί να φύγει από την πατρική εστία για σπουδές, γίνεται οικονομικά ανεξάρτητος με την εισαγωγή στην αγορά εργασίας και αναλαμβάνει υπευθυνότητες που δεν είχε πριν. Η αυξανόμενη ανεξαρτησία του νεαρού ατόμου απαιτεί επαναπροσδιορισμό των σχέσεων με την οικογένεια.
Πολλοί γονείς καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς σε σχέση με την απομάκρυνση του παιδιού τους, παρά τη νοσταλγία που νιώθουν. Αντίθετα, άλλοι γονείς αναπτύσσουν συναισθήματα άγχους, θλίψης, ματαίωσης και θυμού, ενδεικτικά του δικού τους άγχους αποχωρισμού. Ενδέχεται αυτοί οι γονείς να είχαν αναπτύξει οι ίδιοι ανασφαλή δεσμό με την δική τους μητέρα. Έτσι συχνά αντιμετωπίζουν τον αποχωρισμό και την εξατομίκευση σαν προδοσία από την πλευρά του νέου ή σαν απειλή για την σχέση τους μαζί του. Αυτοί οι γονείς συχνά αναπτύσσουν υπερπροστατευτικές και χειριστικές συμπεριφορές, όπως το να ασκούν ψυχολογικό έλεγχο στο νέο, να τον ενοχοποιούν και να τον πιέζουν να ανταποκριθεί στις δικές τους προσδοκίες, προκειμένου να διατηρήσουν την κοντινότητα μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο άθελα τους, ενδέχεται να υπονομεύσουν την υγιή αυτονόμηση του νέου και να καλλιεργήσουν αίσθημα ανασφάλειας, ενοχής και φόβου.
Ο φυσικός αποχωρισμός είναι ενδεικτικός της ενδοψυχικής διεργασίας της εξατομίκευσης και έχει φανεί ότι όταν ο νεαρός ενήλικας εξακολουθεί να διαμένει με τους γονείς του, συχνά δημιουργούνται προβλήματα στη σχέση τους, παρεμποδίζεται ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης και η αυτονομία του ατόμου. Ωστόσο, δεν είναι ο πυρήνας της διαδικασίας, αφού τελικά ο αποχωρισμός αφορά στην ομαλή ψυχική διαφοροποίηση του ατόμου περισσότερο, παρά την φυσική του απομάκρυνση από την πατρική εστία, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας.
Η δυνατότητα για επανόρθωση
Η έρευνα έχει δείξει πως οι γονείς τείνουν να αναπαράγουν με τα παιδιά τους το είδος του δεσμού που είχαν συνάψει με τους δικούς τους γονείς. Διαγενολογικά φαίνεται να μεταφέρεται και η παθολογία στη διαδικασία του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης, χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά από τους γονείς. Από την άλλη μεριά τα εσωτερικά μοντέλα που χρησιμοποιεί το άτομο, οι αναπαραστάσεις δηλαδή για το πώς λειτουργούν οι σχέσεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην βρεφική και παιδική ηλικία, φαίνεται να διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Μπαίνει, λοιπόν, το ερώτημα εάν υπάρχει η δυνατότητα για επανόρθωση στις περιπτώσεις που το άτομο δεν μπόρεσε να αναπτύξει έναν ασφαλή δεσμό, που να το εφοδιάσει με εσωτερική ασφάλεια και η πορεία προς την εξατομίκευση σημαδεύτηκε από επιπλοκές και άγχος. Η έρευνα, η κλινική και καθημερινή εμπειρία έχουν δείξει πως κατοπινές θετικές εμπειρίες μπορούν να λειτουργήσουν επανορθωτικά. Τέτοιες εμπειρίες είναι η σύνδεση με έναν αξιόλογο ερωτικό σύντροφο και η στήριξη από κάποιο κοντινό φίλο, ομάδα ή ένα συγγενικό πρόσωπο.
Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά. Μέσα από την σύνδεση με τον θεραπευτή το άτομο μπορεί να αναβιώσει και να επανορθώσει μεγάλο μέρος των τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος, να εξετάσει τις τωρινές του σχέσεις, να ωριμάσει συναισθηματικά αλλά και να επιτύχει την διαφοροποίηση, διατηρώντας παράλληλα την εγγύτητα με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Από την άλλη μεριά, η ψυχοθεραπευτική βοήθεια σε έναν γονιό μπορεί να ενισχύσει την ικανότητά του για ενσυναίσθηση, έτσι ώστε να μπορεί να συντονίζεται με το παιδί του, να αντιλαμβάνεται τις ψυχικές του ανάγκες και να τις διαχωρίζει από τις δικές του, ενισχύοντας με τη σειρά του την υγιή αυτονόμηση του παιδιού.
Βιβλιογραφία
Diamond, D., Nadine Kaslow, N., Coonerty, S., Blatt, S.(1990). Changes in Separation-individuation and Intersubjectivity in Long-Term Treatment. Psychoanalytic Psychology, 7(3), 363-397
Lapsley D. K. & Stey P. Separation-Individuation. In Weiner, I. & Craighead, E. (Eds.), Corsini’s Encyclopedia of Psychology. NY: Wiley
Mahler, M.S. & La Perriere, K. (1965). Mother- Child Interaction During Separation- Individuation. Psychoanalytic Quarterly, 34: 483-498
Kins E., Soenens, B. & Wim Beyers W. (2011), ‘‘Why do they have to grow up so fast?’’ Parental Separation Anxiety and Emerging Adults’ Pathology of Separation-Individuation, Journal of Clinical Psychology, Vol. 67(7), 647- 664
Pine, F. (1979). On the pathology of the separation-individuation process as manifested in later clinical work: an attempt at delineation. The International Journal of Psycho-Analysis, 60: 225
Winnicott D. W. (2001). Από την παιδιατρική στην ψυχανάλυση. Αθήνα. Εκδόσεις Καστανιώτη