Η παχυσαρκία εδώ και χρόνια έχει αναγνωριστεί ως ασθένεια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καταδεικνύοντας ότι πρόκειται για μια μάστιγα της εποχής μας που αφορά πάνω από το 10% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως. Αντίστοιχα τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά αγγίζουν τα 40 εκατομμύρια, ενώ στην Ελλάδα ένα στα τέσσερα παιδιά ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Ποιος θεωρείται παχύσαρκος;
Παχύσαρκος θεωρείται όποιος έχει Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) πάνω από 30. Τα άτομα που έχουν ΔΜΣ 25-30 θεωρούνται υπέρβαρα, ενώ 18.5-25 θεωρείται η κανονική μάζα σώματος. Για να υπολογίσει κάποιος το ΔΜΣ διαιρεί το βάρος του με το τετράγωνο του ύψους (Β/Υ2). Ωστόσο, στα παιδιά υπάρχουν ειδικές καμπύλες ανάπτυξης για το βάρος, το ύψος καθώς και το ΔΜΣ. Οι γονείς συχνά υποεκτιμούν το βάρος των παιδιών. Ο παιδίατρος είναι υπεύθυνος να παρακολουθεί το βάρος του παιδιού και να ενημερώνει τους γονείς για τυχόν προβλήματα στο βάρος του παιδιού.
Ποια είναι τα αίτια της παιδικής παχυσαρκίας;
Τα αίτια της παιδικής παχυσαρκίας ποικίλουν και σχετίζονται με παθολογικά αίτια, κοινωνικούς και οικογενειακούς παράγοντες αλλά και βαθύτερες ψυχικές αιτίες. Έτσι, η κληρονομικότητα αλλά και κάποιες ασθένειες (π.χ. διαβήτης) συνδέονται με την ύπαρξη παχυσαρκίας.
Παλιότερα αλλά ακόμα και σήμερα, το πάχος συνδέεται με την καλοζωία. Οι οικογένειες συχνά υιοθετούν διατροφικές συνήθειες πλούσιες σε λιπαρά, που ήδη από την βρεφική ηλικία επηρεάζουν την ανάπτυξη τάσης για παχυσαρκία. Οι γονείς που δυσκολεύονται να επιβάλλουν όρια και απαγορεύσεις στα παιδιά, συχνά αδυνατούν να βάλουν φρένο και σε βουλιμικές συμπεριφορές που παρουσιάζουν τα παιδιά. Σε αυτό συνηγορεί η αντίληψη ότι η φροντίδα προς το παιδί περνάει μέσα από την παροχή τροφής.
Η ακατάσχετη επιθυμία του παιδιού να καταναλώνει φαγητό ενδέχεται να καλύπτει κάποιο ψυχικό κενό ή συναισθηματική έλλειψη ή να υποδηλώνει μια προβληματική σχέση κυρίως με τη μητέρα.
Πώς μπορεί να επηρεάσει ένα παιδί η παιδική παχυσαρκία;
Το να είναι κάποιος παχύσαρκος μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Δυσκολίες στην κίνηση, ορθοπεδικά προβλήματα, καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτης, χοληστερόλη, υπέρταση κλπ.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, το παχύσαρκο άτομο αναπτύσσει αρνητική εικόνα για το σώμα και τον εαυτό του, που συχνά το συνοδεύει ακόμα κι αν χάσει τα περιττά κιλά. Συναισθήματα ανασφάλειας και ντροπής, αίσθημα μειονεξίας σε σχέση με τους άλλους και χαμηλή αυτοπεποίθηση είναι συνήθη και ενδέχεται να οδηγήσουν το παιδί σε παραίτηση και περιθωριοποίηση. Ακόμη, μπορεί να υφίσταται εμπαιγμό από τους συνομηλίκους, στον οποίο να απαντά με παθητικότητα ή αντίθετα με έντονη αντιδραστικότητα. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να συνυπάρχουν δευτερογενώς προβλήματα συμπεριφοράς. Κατάθλιψη, μαθησιακή πτώση και κοινωνική απόσυρση είναι επίσης δυνατό να παρατηρηθούν.
Η εφηβεία αποτελεί μια πολύ ευαίσθητη περίοδο, όπου ο/η έφηβος βιώνει σημαντικές ενδοψυχικές συγκρούσεις αλλά και συγκρούσεις με τους γύρω του, διαμορφώνει την ταυτότητα του και τον τρόπο που σχετίζεται με το άλλο φύλο και τους συνομηλίκους. Σε αυτή την τόσο ιδιαίτερη αναπτυξιακή φάση, η παχυσαρκία αποτελεί ένα επιπλέον, συχνά δυσβάστακτο, βάρος για τον έφηβο.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η παιδική παχυσαρκία;
Η παιδική παχυσαρκία είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα και για την αντιμετώπισή του, χρειάζεται να συμβάλλουν το σχολείο, η οικογένεια και το ίδιο το άτομο. Έτσι, στο σχολείο χρειάζεται να υπάρχουν σχετικά προγράμματα πρόληψης και ενημέρωσης, με τη συνεργασία των γονέων. Επιπλέον, το σχολείο χρειάζεται να εντοπίζει και να αντιμετωπίζει με επάρκεια δυσκολίες που απορρέουν από την παχυσαρκία (π.χ. εκφοβισμός, απομόνωση, προβλήματα συμπεριφοράς, μαθησιακή πτώση).
Η οικογένεια σε επίπεδο πρόληψης χρειάζεται να εισάγει την άθληση στη ζωή του παιδιού, να αλλάξει διατροφικές συνήθειες, και να επιτρέψει στο παιδί να σταματά το φαγητό του όταν νιώσει κορεσμό. Η ουσιαστικότερη επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας θα ‘χει σαν αποτέλεσμα τη σύνδεση των γονέων με τα παιδιά μέσα από ποιοτικές δραστηριότητες, χωρίς τη διαμεσολάβηση του φαγητού. Τα παιδιά υιοθετούν το μοντέλο συμπεριφοράς και λειτουργίας των γονέων. Έτσι, είναι βασικό οι ίδιοι οι γονείς να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στην τροφή (π.χ. να μην τρώνε μηχανικά μπροστά την τηλεόραση, να μην χρησιμοποιούν το φαγητό ως απάντηση στο άγχος και τη στενοχώρια, να μην συνδέουν την απόλαυση πάντα με το φαγητό κλπ.). Τέλος, είναι αναγκαίο οι γονείς να αναγνωρίζουν το πρόβλημα έγκαιρα και να τολμούν να κάνουν κάτι για αυτό.
Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό το ίδιο το άτομο να αναγνωρίζει το πρόβλημα και να θέλει να βοηθηθεί για να αλλάξει. Στην περίπτωση βέβαια των παιδιών, μεγάλο μέρος της ευθύνης πέφτει στους γονείς, οι οποίοι με λεπτούς αλλά αποφασιστικούς χειρισμούς, χρειάζεται να βοηθήσουν και να υποστηρίξουν το παιδί στην προσπάθεια να χάσει βάρος.
Ποιος άλλος μπορεί να βοηθήσει το παιδί και την οικογένεια;
Σε αυτή τους την προσπάθεια αρωγοί μπορεί να είναι ο παιδίατρος, που ήδη από τη βρεφική ηλικία μπορεί να δώσει οδηγίες σχετικά με τη λήψη τροφής, αλλά και αργότερα να εντοπίσει το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας και να κατευθύνει τους γονείς. Ακόμα, υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες που μπορούν να στηρίξουν γονείς και παιδιά, όπως ο διαιτολόγος και ο ψυχολόγος. Ο διαιτολόγος θα ρυθμίσει το διαιτολόγιο του παιδιού και θα δώσει οδηγίες για τις διατροφικές συνήθειες. Ο ψυχολόγος θα βοηθήσει το άτομο να ενισχύσει το κίνητρό του για να χάσει βάρος και να συμμορφωθεί με τη δίαιτα που έχει ξεκινήσει. Ακόμα, σε ένα κλίμα αποδοχής και εμπιστοσύνης ο ψυχολόγος θα βοηθήσει το παιδί να εκφράσει τα άγχη και τις δυσκολίες του και θα διερευνήσει συνολικά την ψυχική του λειτουργία, ώστε να καταλάβει τι εξυπηρετεί η υπερφαγία για το παιδί. Τέλος, θα ενισχύσει την οικογένεια στην κατανόηση και συνολικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος της παιδικής παχυσαρκίας.